- περιμάχητος
- περιμάχητοςfought aboutmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιμάχητος — η, ο / περιμάχητος, ον, ΝΑ [περιμάχομαι] αυτός για την απόκτηση ή την κατάκτηση τού οποίου μάχονται πολλοί, περιζήτητος (α. «το περιμάχητο αξίωμα» β. «ὕδωρ... καὶ περιμάχητον ἦν τοῑς πολλοῑς», Θουκ. γ. «πανία ἥκιστα περιμάχητον», Ξεν.) … Dictionary of Greek
περιμάχητος — η, ο αυτός για τον οποίο πολλοί πολεμούν να τον πάρουν, περιζήτητος, ζηλευτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιμαχητότατον — περιμάχητος fought about masc acc superl sg περιμάχητος fought about neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμαχήτως — περιμάχητος fought about adverbial περιμάχητος fought about masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμάχητον — περιμάχητος fought about masc/fem acc sg περιμάχητος fought about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμαχητότατος — περιμάχητος fought about masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμαχητότεροι — περιμάχητος fought about masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμαχήτοις — περιμάχητος fought about masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμαχήτου — περιμάχητος fought about masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμαχήτους — περιμάχητος fought about masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)